- πρᾶσσ'
- πρᾶσσε , πράσσωpass throughpres imperat act 2nd sgπρᾶσσε , πράσσωpass throughimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
τριχιά — η, Ν 1. σχοινί από συνεστραμμένες τρίχες αλόγων ή κατσικιών 2. (γενικά) χονδρό σχοινί 3. τρίχινο νήμα τών υποδηματοποιών 4. το τρίχινο κόσκινο τών μεταλλουργών 5. η καθετή τών ψαράδων 6. κρησάρα, σήτα 7. φρ. «κάνω την τρίχα τριχιά» υπερβάλλω.… … Dictionary of Greek